- προσεπήδησεν
- πρόσ-πηδάωleapaor ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσπηδώ — άω, Α 1. πηδώ προς κάτι ή πηδώ επάνω σε κάτι 2. μτφ. αναφύομαι, εμφανίζομαι ξαφνικά («δόξα ψευδὴς προσεπήδησεν», Αππ.) … Dictionary of Greek